- ἐϋστείρη
- ἐϋστείρη, fem. Adj.A with good keel,
ἐϋστείρης . . νηός A.R.1.401
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐϋστείρης . . νηός A.R.1.401
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εϋστείρη — ἐϋστείρη, ἡ (Α) (για πλοίο) με ωραία καρίνα («ἐϋστείρης... νηός», Απολλ. Ρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στείρα «καρίνα»] … Dictionary of Greek